- φρυγανίζω
- φρυγάνισα, φρυγανίστηκα, φρυγανισμένος, ψήνω ελαφρά φέτες ψωμιού σε φωτιά, κάνω φρυγανιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρυγανίζω — φρυγανίζω, φρυγάνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φρυγανίζω — ΝΜΑ, και φρυγανιάζω Ν [φρύγανον] νεοελλ. 1. ψήνω φέτες ψωμί, κάνω φρυγανιές 2. (ως αμτβ. στον τ. φρυγανιάζω) ξηραίνομαι μσν. αρχ. μαζεύω φρύγανα για καύση … Dictionary of Greek
φρυγανίζειν — φρυγανίζω gather firewood pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγάνισμα — το, Ν [φρυγανιζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φρυγανίζω … Dictionary of Greek
φρυγανισμός — ὁ, Α η ενέργεια τού φρυγανίζω, η συλλογή φρυγάνων ή ξερών καυσόξυλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. ισμός*. Το ρ. φρυγανίζω είναι μτγν.] … Dictionary of Greek
φρυγανιζόμενον — φρυγανίζομαι pres part mp masc acc sg φρυγανίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg φρυγανίζω gather firewood pres part mp masc acc sg φρυγανίζω gather firewood pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφρύττω — ἐκφρύττω (Α) φρυγανίζω εντελώς, κατακαίω … Dictionary of Greek
εμφρύγω — ἐμφρύγω και ἐμφρύττω (Α) 1. φρύγω, φρυγανιζω μέσα σε κάτι, ξεροτηγανίζω 2. μέσ. ἐμφρύγομαι ξεροψήνομαι, ξεροτηγανίζομαι, φρυγανίζομαι … Dictionary of Greek
παξιμαδιάζω — [παξιμάδι] 1. φρυγανίζω το ψωμί για να γίνει παξιμάδι 2. (αμτβ.) γίνομαι σκληρός σαν παξιμάδι 3. μτφ. (για πρόσ.) απισχναίνομαι, αδυνατίζω … Dictionary of Greek
παραφρυγανίζω — Α (κυρίως το μέσ.) παραφρυγανίζομαι ανυψώνω τις όχθες ενός οχετού συσσωρεύοντας φρύγανα και χώμα, ενισχύω το πρόχωμα μιας διώρυγας με πλέγμα ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φρυγανίζω «καίω»] … Dictionary of Greek